- χρεωκοπικός
- η , ό[ν] прям. , перен. обанкротившийся, несостоятельный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρεωκοπικός — και χρεοκοπικός, ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χρεωκοπία ή στον χρεωκόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρεωκοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χρεοκοπικός — ή, ό, Ν βλ. χρεωκοπικός … Dictionary of Greek